ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ | ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
» Peter Jackson
ΔΙΑΡΚΕΙΑ
» 161 λεπτά
ΠΡΕΜΙΕΡΑ
» 12-12-13
| ΔΙΑΝΟΜΗ
» Village Films
LINKS
» Imdb
| ΚΡΙΤΙΚΗ
» Γιούλη Ρέτζικα
ΒΑΘΜΟΣ |
Στη δεύτερη συνέχεια της τριλογίας του "Hobbit", ο σκηνοθέτης Peter Jackson μας μεταφέρει ξανά στα υπέροχα τοπία της Μέσης Γης και αυτή τη φορά έχουμε την χαρά να θαυμάσουμε το βόρειο κομμάτι του δάσους Mirkwood, όπου ζουν τα ξωτικά του δάσους και βασιλεύει το ασημένιο ξωτικό Thranduil (Lee Pace), πατέρας του Legolas (Orlando Bloom). Ο σκηνοθέτης εμπλουτίζει την ιστορία που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο του J.R.R. Tolkien, χρησιμοποιώντας αρκετά στοιχεία από τη συλλογή σημειώσεων του συγγραφέα, με τίτλο "Ατελείωτες Ιστορίες" ("Unfinished Tales"), που επιμελήθηκε και εξέδωσε ο γιος του Christopher Toklien , αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του. Πιο συγκεκριμένα η ιστορία του Νεκρομάντη αναφέρεται στο κείμενο "The Quest of Erebor", αν και είναι αρκετά διαφορετική απ' αυτή που παρουσιάζεται τελικά στην μεγάλη οθόνη, καθώς το σενάριο δεν περιορίστηκε μόνο στα κείμενα του Tolkien. Γενικά ο Jackson και οι συνεργάτες σεναριογράφοι προέβησαν σε αρκετές προσαρμογές των αυθεντικών γραπτών. Κατ αρχήν προσέθεσαν στην πλοκή τον Legolas που ενώ ανέκαθεν ήταν απλά ένας βοηθητικός χαρακτήρας στην τριλογία του Αρχοντα των Δακτυλιδιών μετά την κινηματογραφική μεταφορά του έργου έγινε εξαιρετικά αγαπητός, δίνοντας άλλωστε στον Orlando Bloom την δημοτικότητα που έχει σήμερα. Η εμφάνισή του σίγουρα δεν είναι δυσάρεστη, αλλά δημιουργεί ελαφρύ προβληματισμό καθώς είναι ένας Legolas αρκετά διαφορετικός απ' αυτόν στον Αρχοντα, στη προσπάθεια της ηλικιακής και σεναριακής προσαρμογής του χαρακτήρα στο έργο. Κατά δεύτερον, ελλείψει κάποιου γυναικείου κεντρικού προσώπου, δημιούργησαν εκ του μηδενός τον χαρακτήρα της Tauriel (Evangeline Lilly), ενός δυναμικού θηλυκού ξωτικού του δάσους, με πιο γήινα εξωτερικά χαρακτηριστικά και ως φαίνεται αρκετά προσαρμοσμένου στη σύγχρονη μόδα που επικρατεί στα δημιουργήματα του φανταστικού. Οι δύο αυτές σημαντικές αλλαγές ακροβατούν μεταξύ της επικίνδυνης εμπορικοποίησης ενός κλασικού έργου και του ίσως αναγκαίου εκμοντερνισμού του, καταφέρνοντας τελικά να ισορροπήσουν, αποφέροντας ένα φρέσκο και γενικά μη δυσάρεστο αποτέλεσμα, που όμως δεν καταφέρνει να εξαφανίσει απόλυτα τις αμφιβολίες για το αν ίσως ήταν καλύτερη επιλογή η όχι τόσο ανορίοτη επέμβαση στον αυθεντικό μύθο. Οι γνώριμες επικές μουσικές συνθέσεις του Howard Shore, η εκσυγχρονισμένη και λεπτομερέστατα μελετημένη χορογραφία στις σκηνές μάχης καθώς και η προσοχή στη παραμικρή σκηνογραφική λεπτομέρεια, μαζί με γρηγορότερη ανάπτυξη της δράσης σε σχέση με το πρώτο μέρος της τριλογίας, βοηθούν πολύ στο να γίνουν ανεκτές οι σεναριακές ατασθαλίες. Το γενικότερο αποτέλεσμα είναι άρτιο και ο θεατής δεν κουράζεται αντίθετα απολαμβάνει σχεδόν όλες τις σκηνές. Οι λάτρεις της προηγούμενης τριλογίας θα το αγαπήσουν και οι λάτρεις του Tolkien αν και είναι πιθανό να γκρινιάξουν, σίγουρα θα εκστασιαστούν ακούγοντας τη γλώσσα των ξωτικών και βλέποντας τους μυθικούς κόσμους να έχουν αποδοθεί με τόση μεγαλοπρέπεια. Το εκνευριστικά απότομο τέλος σίγουρα θα οδηγήσει σύσσωμο το κοινό στις αίθουσες για την προβολή του επιλόγου της τριλογίας. |